- Αρμένης
- ο (θηλ. Αρμένισσα, ηουδ. αρμενόπουλο, το)ο κάτοικος της Αρμενίας ή εκείνος που κατάγεται απ' αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρμένης — ἀραρίσκω join aor part mid fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρμένης, Γιώργος — (Κληματιά Ιωαννίνων 1943 –). Θεατρικός σκηνοθέτης, ηθοποιός και συγγραφέας. Σπούδασε στη σχολή Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, από τη σκηνή του οποίου και ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία το 1967, ερμηνεύοντας διάφορα κλασικά και… … Dictionary of Greek
Αρμένης-Βράιλας, Πέτρος — (Κέρκυρα 1812 – Λονδίνο 1884).Φιλόσοφος, νομομαθής και πολιτικός. Σπούδασε στην Κέρκυρα, την Μπολόνια και τη Γενεύη. Το 1840 διορίστηκε δικαστής των ανώτερων δικαστηρίων στη Ζάκυνθο και έπειτα υποθηκοφύλακας στην Κέρκυρα. Από το 1842 επιδόθηκε… … Dictionary of Greek
Βράιλας-Αρμένης, Πέτρος — Βλ. λ. Αρμένης Βράιλας, Πέτρος … Dictionary of Greek
Ia (Griechenland) — Ia Οία (Τοπική Κοινότητα Οίας) … Deutsch Wikipedia
Браилас-Арменис, Петрос — Петрос Браилас Арменис греч. Πέτρος Βράιλας Αρμένης … Википедия
Chios (Stadt) — Chios Χίος … Deutsch Wikipedia
Petros Brailas-Armenis — Zeitgenössischer Stich Petros Brailas Armenis (griechisch Πέτρος Βράϊλας Ἀρμένης, * 1812 auf Korfu; † 1884 London) war ein griechischer Philosoph des 19. Jahrhunderts. Brailas Armenis studierte in Paris Rechtswissenschaften un … Deutsch Wikipedia
Verwaltungsgliederung der Gemeinde Thira — Gemeinde Thira Δήμος Θήρας … Deutsch Wikipedia
αρμένιος — (AM ἀρμένιος, ία, ον) [Αρμενία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αρμενία ή στους Αρμενίους 2. ως ουσ. ο Αρμένης … Dictionary of Greek